- καπνοδόχη
- ἡ (Α καπνοδόχη)νεοελλ.η καπνοδόχοςαρχ.η καπνοδόκη*.[ΕΤΥΜΟΛ. < καπνός + -δόχη (< δέχομαι), πρβλ. ιο-δόχη, κυμινο-δόχη].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
καπνοδόχη, η — και καπνοδόχος, ο, η φουγάρο: Ο καπνός βγαίνει από την καπνοδόχη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
καπνοδόχη — καπνοδόκη smoke receiver fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καπνός — I (Βοτ.). Ονομασία που αποδίδεται στο γένος Nicotiana, σε ορισμένα είδη αυτού του γένους και στα ξηραμένα φύλλα αυτών των φυτών. Από το είδος Nicotiana rustica παράγεται ο κ. σε ορισμένες περιοχές της Ευρώπης, ωστόσο το παγκόσμιο εμπόριο κ.… … Dictionary of Greek
ξυροδόκη — και ξυροδόχη, ἡ (Α) η θήκη τού ξυραφιού, η ξυραφοθήκη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξυρόν «ξυράφι» + δόκη / δόχη (< δέχομαι), πρβλ. καπνοδόκη / καπνοδόχη] … Dictionary of Greek
καμινάδα — η (λ. ενετ.), καπνοδόχη, φουγάρο: Τα σπίτια που έχουν τζάκι έχουν και καμινάδα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
καπνοδόχος — ο, η βλ. καπνοδόχη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
καπνοθάλαμος — ο χώρος πάνω από την εστία, στον οποίο εισρέουν τα θερμά αέρια της καύσης προτού φτάσουν στην καπνοδόχη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)